- κατασταθμεύω
- (Α κατασταθμεύω)νεοελλ.(για πρόσ. ή στρατό) σταματώ κάπου για προσωρινή διαμονή, διακόπτω την πορεία, σταθμεύωαρχ.1. βάζω σε σταθμό, σε κατάλυμα2. (για ζώα) σταβλίζω3. παθ. κατασταθμεύομαιπαρέχω κατάλυμα σε στρατιώτες.
Dictionary of Greek. 2013.